ξαρράβωνιαζω

ξαρράβωνιαζω
μετ. расстраивать помолвку

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ξαρράβωνιαζω" в других словарях:

  • ξαρραβωνιάζω — διαλύω τον αρραβώνα κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + αρραβωνιάζω] …   Dictionary of Greek

  • ξαρραβωνιάζω — ξαρραβώνιασα, ξαρραβωνιασμένος, διαλύω τους αρραβώνες: Ακόμα δεν αρραβωνιάστηκαν και ξαρραβωνιάστηκαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»